Ο Μέγας Κωνσταντίνος στράφηκε προς τον Χριστιανισμό, αλλά συχνά αμφισβητείται η ειλικρίνεια της πίστης του. Μια ματιά όμως στις ευρύτερες αλλαγές στη ρωμαϊκή κοινωνία μπορεί να εξηγήσει καλύτερα τις αντιφατικές κινήσεις του.
Ο μύθος γύρω από τον Μέγα Κωνσταντίνο
Το 312 μ.Χ., ο Μέγας Κωνσταντίνος έδωσε μια μεγάλη μάχη στη γέφυρα της Μιλβίας ενάντια στον αντίπαλό του Μαξέντιο. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Χριστιανός Επίσκοπος Ευσέβιος ισχυρίστηκε ότι ο αυτοκράτορας του είχε πει ότι είδε σε όραμα τον Χριστιανικό σταυρό λίγο πριν από τη μάχη. Κάτω από τον σταυρό ήταν οι λέξεις "Εν τούτω νίκα". Λέγεται μάλιστα πως ο αυτοκράτορας σε ένα όνειρο την ίδια νύχτα είδε τον Ιησού ο οποίος επιβεβαίωσε το μήνυμα που είχε δει ο αυτοκράτορας στον ουρανό.
Υπάρχουν πολλές διαφορετικές εκδοχές αυτής της ιστορίας, αλλά σε μια εκδοχή τα στρατεύματά του διατάχτηκαν στη συνέχεια να ζωγραφίσουν στις ασπίδες τους το ΧΡ, ένα χριστιανικό σύμβολο που αντιπροσωπεύει τα δύο πρώτα γράμματα του ονόματος του Χριστού.
Οι περισσότεροι σύγχρονοι άνθρωποι είναι φυσικά δύσπιστοι με τα οράματα και τα θαύματα, οπότε δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι απορρίπτουν αυτήν την ιστορία ως ψεύτικη. Άλλοι υποθέτουν ότι είναι πιθανό ο Μέγας Κωνσταντίνος είτε να είχε μια πραγματική θρησκευτική/μεταφυσική εμπειρία είτε ότι είδε κάτι που ερμήνευσε ως θρησκευτικό οιωνό. Πολλοί άνθρωποι υποθέτουν ότι ο Κωνσταντίνος είδε ένα σπάνιο φυσικό φαινόμενο όπως το ηλιακό άλως.
Είτε υπάρχει αλήθεια στην ιστορία ότι ο Κωνσταντίνος είχε ένα όραμα είτε όχι, τα χρόνια αμέσως μετά τη νίκη του Κωνσταντίνου στη γέφυρα της Μιλβίας εμφανιζόταν όχι ως Χριστιανός αλλά ως λάτρης του θεού του ήλιου, Sol Invictus.
Κωνσταντίνος και Sol Invictus
Μετά το 312 μ.Χ., ο Μέγας Κωνσταντίνος σταμάτησε αμέσως τη δίωξη των Χριστιανών, και καθ' όλη τη διάρκεια της βασιλείας του, ευνόησε τους Χριστιανούς τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Χτίστηκαν πολλές εκκλησίες κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ενώ ορισμένοι ειδωλολατρικοί ναοί περιορίστηκαν.
Παρ' όλα αυτά, δεν είναι προφανές ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ήταν αφοσιωμένος Χριστιανός καθώς συνέχισε να λατρεύει τον θεό του ήλιου, Sol Invictus, για το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου μισού της βασιλείας του.
Ήταν αρκετά κοινό για τους Ρωμαίους αυτοκράτορες να επιλέγουν έναν αγαπημένο θεό και να τον ταυτοποιούν στην εικονογραφία τους με τον εαυτό τους και ο Sol Invictus, που σημαίνει ‘‘ο ακαταμάχητος ήλιος’’ ήταν μια συνήθης επιλογή τη χρονική περίοδο που ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν αυτοκράτορας.
Μέχρι το 324 μ.Χ. κόβονταν ακόμα νομίσματα που απεικόνιζαν τον θεό ήλιο, δώδεκα χρόνια μετά την υποτιθέμενη μετατροπή του στον χριστιανισμό. Λέγεται μάλιστα πως ο αυτοκράτορας είδε σε όραμα τον θεό Απόλλωνα να εγγυάται πως θα βασιλεύσει τριάντα χρόνια (πηγή 1). Μία εκδοχή διαφορετική από του Επισκόπου Ευσεβίου.
Καθώς η βασιλεία του Κωνσταντίνου συνεχιζόταν, η χρήση των εικόνων με το Θεό ήλιο άρχισαν να υποχωρούν και να αντικαθίστανται από χριστιανικά σύμβολα. Ήταν όμως υποστηρικτής της εκκλησίας από πολύ νωρίτερα. Ο Κωνσταντίνος βαφτίστηκε λίγο πριν από το θάνατό του, ωστόσο αυτό ήταν συνηθισμένο στον αρχαίο κόσμο, οπότε δεν μας λέει τίποτα για το πότε πραγματικά έγινε χριστιανός στα πιστεύω.
Μερικοί υποθέτουν ότι η υποτιθέμενη μεταστροφή του στον χριστιανισμό ήταν μία προπαγανδιστική και υπολογισμένη πολιτικά κίνηση. Άλλοι πως απλά μεταστράφηκε αργότερα στη ζωή του. Ποιός είναι ο καλύτερος τρόπος όμως να κατανοήσουμε τις χριστιανικές τάσεις του Κωνσταντίνου;
Θρησκευτική επανάσταση
Το γεγονός είναι ότι η ρωμαϊκή θρησκευτική επανάσταση προηγήθηκε της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου και δεν αφορούσε κυρίως τον Χριστιανισμό.
Οι εκτιμήσεις των ιστορικών για τον αριθμό των χριστιανών κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου ποικίλλουν, αλλά τείνουν να κυμαίνονται μεταξύ 5% με 10% του πληθυσμού το πολύ. Οι Χριστιανοί μέχρι τότε ήταν υπό σκληρό διωγμό, ιδιαίτερα υπό τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό. Οπότε η υποστήριξη του Κωνσταντίνου προς τη χριστιανική θρησκεία δεν μπορεί να ήταν μια πρακτική επιλογή καθώς ο χριστιανισμός δεν ήταν η πολυπληθέστερη θρησκεία.
Πιστεύεται ευρέως ότι ο χριστιανισμός εξαπλώθηκε κυρίως μέσω των φτωχών, των υποδουλωμένων και των γυναικών πρώτα και μετέπειτα μέσω της ρωμαϊκής αριστοκρατίας. Σε αυτό βοήθησε και η πεποίθηση της χριστιανικής θρησκείας πως πρέπει να φροντίζουν τις διάφορες ομάδες των αδύναμων ανθρώπων.
Από την άλλη πλευρά, ενώ η χριστιανική θρησκεία δεν ήταν μεγάλη αριθμητικά, οι μυστηριώδεις λατρείες και οι ξένες θρησκείες αντικαθιστούσαν τον παραδοσιακό πανθεϊσμό με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Αυτό οφείλεται εν μέρει σε ένα φιλοσοφικό κίνημα που ονομάζεται Νεοπλατωνισμός. Από τον 3ο αιώνα και μετά, αυτή η σχολή φιλοσοφίας ουσιαστικά έμεινε χωρίς σοβαρό αντίπαλο και αντικατέστησε όλες τις άλλες. Η παραδοσιακή φιλοσοφική εκπαίδευση για τον αριστοκρατικό πληθυσμό της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συνεπαγόταν συχνά σπουδές υπό ενός από τους πολλούς Νεοπλατωνικούς φιλόσοφους.
Αυτό η σχολή είναι πολύ σημαντική για την κατανόηση της ρωμαϊκής κουλτούρας και θρησκείας. Αυτό το σύστημα φιλοσοφίας δίδασκε ότι ακόμη και αν υπάρχουν πολλά θεόμορφα όντα, υπάρχει πρωτίστως ένας άρρητος Θεός, ο οποίος συνδεόταν με τη θεϊκή διάνοια.
Αυτή η φιλοσοφική ιδέα αντικατοπτρίστηκε και επηρέασε την ανάπτυξη ολοένα και πιο φιλοσοφικών ξένων θρησκειών, οι οποίες ήταν πολύ διαφορετικές από το παραδοσιακό Ρωμαϊκό Πάνθεο. Οι δημοφιλέστερες από αυτές έτειναν να είναι πιο φιλοσοφικές, να έχουν μια πιο αφηρημένη αντίληψη για τον Θεό, και συχνά είχαν ως κεντρική διδασκαλία μια αφήγηση περί «σωτηρίας της ψυχής».
Ο Μιθραϊσμός, συνώνυμος με τη λατρεία του ήλιου, ήταν μία από αυτές τις εισαγωγές και ο Χριστιανισμός ήταν μία άλλη. Ένας πατέρας της πρώιμης εκκλησίας, ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας παραπονιόταν ότι ο Μιθραϊσμός και ο Χριστιανισμός ήταν ύποπτα παρόμοιοι. Η εξάπλωση και η επιρροή αυτών των νέων θρησκειών αναπτύχθηκαν αργά, αλλά μέχρι τον 4ο αιώνα, οι ιδέες περί Θεού ή Θεών είχαν αλλάξει αρκετά.
Η πίστη σε μια πολύ σημαντική και μυστηριώδη υπέρτατη θεότητα, η οποία μπορεί ή όχι να έχει πολλές διαφορετικές κατώτερες εκδηλώσεις, είχε τεράστιο αντίκτυπο στα πιστεύω του λαού. Οι ηλιακές θεότητες ήταν μια εκδήλωση αυτού του φαινομένου. Τον 3ο αιώνα, δύο αυτοκράτορες, ο Ηλιογάβαλος και ο Αυριλιανός, είχαν ήδη ταυτίσει τις διαφορετικές εκδοχές του θεού ήλιου στην προπαγάνδα τους.
Αυτή η τάση συνεχίστηκε για αρκετό καιρό μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, αν και ο χριστιανισμός αποδείχτηκε τελικά ο νικητής.
Οι ύστεροι ειδωλολατρικοί στοχαστές μετά τον Μέγα Κωνσταντίνο, συμπεριλαμβανομένου του αυτοκράτορα Ιουλιανού και του φιλοσόφου Πρόκλου, θα συνέχιζαν να θεωρούν τον ήλιο ως την υψηλότερη έκφραση της θεϊκής δύναμης.
Ο Χριστός, η χριστιανική θρησκεία και ο ήλιος
Ο συνδυασμός της χριστιανικής θρησκείας με τη λατρεία του ήλιου πιθανώς να μην ήταν τότε μία αμφιλεγόμενη κίνηση. Το ρωμαϊκό σύστημα πεποιθήσεων ήταν συγκρητικό, ένας θεός που λατρευόταν από μια ομάδα πιστευόταν ότι έχει πολλές διαφορετικές εκδηλώσεις. Για παράδειγμα, ο Έλληνας θεός Ερμής ταυτίστηκε με τον Αιγύπτιο θεό Θωθ και η Βρετανίδα θεά Σούλις με την Μινέρβα.
Ο πατέρας της εκκλησίας Τερτυλλιανός αναφέρει πως πολλοί άνθρωποι πίστευαν ότι οι Χριστιανοί ήταν λάτρεις του ήλιου λόγω μερικών συμπεριφορών τους. Ο Ιησούς θα συνδεόταν ξανά με τον ήλιο μετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Άγιος Αυγουστίνος αναφέρει ότι μέλη της θρησκευτικής αίρεσης των Μανιχαίων εξακολουθούν να μπερδεύουν τον Ιησού με τον φυσικό ήλιο. Ακόμα και τον 5ο αιώνα, ο Πάπας Λέων Α΄ παραπονιόταν ότι ορισμένοι Χριστιανοί εξακολουθούσαν να αποτίουν φόρο τιμής στον ήλιο, όπως και οι ειδωλολάτρες.
Υπάρχει λοιπόν μια ισχυρή πιθανότητα ότι ο λεγόμενος «δισταγμός» του Κωνσταντίνου μεταξύ του θεού ήλιου και του Χριστού ήταν στην πραγματικότητα μια ευρέως αποδεκτή μορφή συγκρητισμού. Ίσως μαλιστά με το να είναι ασαφής και μη συγκεκριμένος, ο Κωνσταντίνος μπορούσε να προωθηθεί σε ένα ευρύτερο κοινό. Είναι πιθανό να σκέφτηκε πως ένα πολύπλευρο θρησκευτικό μέτωπο θα προσέλκυε πολλούς ανθρώπους στο πλευρό του και η χρήση ηλιακών συμβόλων θα ήταν ένα στοίχημα χαμηλού ρίσκου.
Η λαϊκή θρησκεία ήταν πιθανότατα πολύ μακριά από την επιτακτική μορφή του Χριστιανισμού, ο οποίος βυθιζόταν στις θεολογικές συζητήσεις και βασιζόταν στις γραφές. Οι απλοί άνθρωποι εξακολουθούσαν να επιλέγουν από ένα πολυπληθές πακέτο θρησκευτικών συμβολισμών.
Είναι πιθανό μετέπειτα στη ζωή του, μετά από πολύ περισσότερη επαφή με σημαντικούς χριστιανούς επισκόπους, ο Μέγας Κωνσταντίνος να υιοθέτησε ένα πιο ορθόδοξο σύστημα χριστιανικών πεποιθήσεων. Κάλεσε το Συμβούλιο της Νίκαιας το 325, το οποίο επέτρεψε στην Εκκλησία να διατυπώσει τις ιδέες της με πιο συγκεκριμένους όρους, και είναι πολύ πιθανό να επηρεάστηκε πάρα πολύ από αυτή τη συγκέντρωση. Συγκεκριμένα, μετά από αυτήν την ημερομηνία σταμάτησε να προωθεί ως θεό τον Sol Invictus.
Η νίκη του Κωνσταντίνου κατά του συν-αυτοκράτορα του Λικίνιου, ίσως συνέβαλε στην προώθηση μιας αυστηρότερης χριστιανικής θρησκείας, παρά ενός συγκρητικού μονοθεϊσμού.
Η πίστη του Μεγάλου Κωνσταντίνου
Ο Κωνσταντίνος ο Μέγας ήταν όντως Χριστιανός; Φαίνεται πολύ πιθανό ότι ήταν, αν και δεν θα ξέρουμε ποτέ σίγουρα. Η συγκεχυμένη θρησκευτική εικονογραφία του φαίνεται ασυνήθιστη μόνο όταν αφαιρείται από το πλαίσιο της εποχής του.
Η χρήση του Sol Invictus ως μπορεί να ωφέλησε την εικόνα του Κωνσταντίνου, αλλά μπορεί επίσης να ήταν μέρος της αρχικής του κατανόησης της χριστιανικής θρησκείας. Μέχρι το τέλος της βασιλείας του, τα μέλη της οικογένειάς του που είχαν ασπαστεί τον χριστιανισμό καθώς και πολλά μέλη της αυλής του ίσως τον ώθησαν προς μια ορθόδοξη μορφή χριστιανισμού, ή μπορεί να αισθάνθηκε αρκετά ασφαλής όταν έγινε ο μοναδικός ηγεμόνας ώστε να ανακηρύξει δημόσια τη πίστη του.
Αποδεχόμενος ως πίστη τον Χριστιανισμό εκτόξευσε τη δημοτικότητα της χριστιανικής εκκλησίας και οι αυτοκράτορες που ακολούθησαν τον Μέγα Κωνσταντίνο ήταν λιγότερο ασαφείς για το τι πίστευαν.
ΠΗΓΕΣ
COMMENTS